- ἐξάρδων
- ἐκ-ἄρδωwaterpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξάρδω — ἐξάρδω (Α) [άρδω] αρδεύω, ποτίζω («πεδία τὰ Θήβης ὕδασιν ἐξάρδων ἀεί», Ευρ.) … Dictionary of Greek